- σῦκέη
- σῦκέη, σῦκῆ: fig-tree. (Od.)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
συκέη — συκέα fig tree fem nom/voc sg (epic ionic) συκῆ fig tree fem nom/voc sg (epic ionic) σῡκέη , συκῆ fig tree fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκιά — Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές… … Dictionary of Greek
ԹԶԵՆԻ — (նւոյ, նեաց.) NBH 1 0810 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 9c գ. συκή, συκέη ficus Ծառ՝ որ բերէ զթուզ. թզի ծառ. ... *Կարեցին տերեւս թզենւոյ. Ծն. ՟Գ. 7: *Եւ ասեն ծառքն ցթզենին. ե՛կ թագաւորեա՛ ʼի վերայ մեր. եւ ասէ ցնոսա թզենին. Դատ. ՟Թ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)